- προαινίσσομαι
- Αυπαινίσσομαι ή δηλώνω κάτι εκ τών προτέρων.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + αἰνίσσομαι «υπαινίσσομαι, υπονοώ, υποδηλώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προαινιττόμενον — προαινίσσομαι hint pres part mp masc acc sg (attic) προαινίσσομαι hint pres part mp neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαινισσόμενος — προαινίσσομαι hint pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαινιττομένου — προαινίσσομαι hint pres part mp masc/neut gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαινιττόμενος — προαινίσσομαι hint pres part mp masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαινίττεσθαι — προαινίσσομαι hint pres inf mp (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αινίσσομαι — αἰνίσσομαι και αττ. αἰνίττομαι (Α) 1. μιλώ με γρίφους, αινιγματικά 2. υπαινίσσομαι, υπονοώ, υποδηλώνω 3. εικάζω, υποθέτω, σχηματίζω στον νου μου την εικόνα ενός πράγματος 4. (με παθ. σημ.) δηλώνομαι με ασάφεια, σκοτεινά 5. φρ. «αἰνίσσομαι εἴς… … Dictionary of Greek